- υπνωτίζομαι
- υπνωτίζομαι, υπνωτίστηκα, υπνωτισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υπνωτίζω — Ν 1. υποβάλλω κάποιον σε υπνώτιση 2. μτφ. κάνω κάποιον άβουλο όργανο τής θέλησης μου 3. μέσ. υπνωτίζομαι μπορεί εύκολα κάποιος να μέ υπνωτίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypnotizer < υπνωτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάνν … Dictionary of Greek
υπνωτίζω — υπνώτισα, υπνωτίστηκα, υπνωτισμένος 1. αποκοιμίζω κάποιον με τεχνητά μέσα, με ύπνωση. 2. μτφ., κάνω κάποιον τυφλό όργανο των θελήσεών μου, τον αφιονίζω. 3. μτφ., βαυκαλίζω κάποιον με υποσχέσεις, τον αποκοιμίζω. 4. το παθ., υπνωτίζομαι είμαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)